Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

Ο λυράρης, παραμύθι, Φανή Παπαλουκά, Ιστορίες σαν παραμύθια (Αθήνα: Αστήρ 1986) σσ. 78-86.

 
 
Ήταν μια φορά ένα παλικάρι ο Λάμπρος, που από μικρός ένα όνειρο είχε και μια επιθυμία. Να μάθει να παίζει καλά τη λύρα.

Ο πατέρας του, σαν είδε τη λαχτάρα του, τον έστειλε από μικρό παιδάκι στον καλύτερο λυράρη του χωριού για να μάθει κοντά του την τέχνη, μα ο Λάμπρος γρήγορα τον έφτασε το δάσκαλο, τον ξεπέρασε κι ακόμα δεν του αρκούσε όσα είχε μάθει. 

Ώρες ολόκληρες χανόταν απ' το σπίτι του και μόνος του στις ερημιές έπαιζε τη λύρα, ώρες ολόκληρες, όταν γινόταν κανένα πανηγύρι στο χωριό κι έρχονταν όργανα κι απ' άλλα μέρη, ο Λάμπρος καθόταν και παρατηρούσε πώς παίζανε. 

Ο πατέρας του στεναχωριότανε με τα φερσίματα του γιου του, μα τον παρηγορούσε η σκέψη, πως όταν μεγαλώσει, με τις σκοτούρες της ζωής, θα του περάσει η μανία.

Ο Λάμπρος όμως μεγάλωσε και δεν άλλαξε. Μια μέρα γύρισε κι είπε στον πατέρα του:

- Πατέρα θέλω να πάω στην πολιτεία, θέλω ένας σωστός δάσκαλος να με μάθει να παίζω λύρα. Εδώ, όσα ξέρουν οι λυράρηδες του χωριού μου τα έδειξαν και μόνος μου δεν μπορώ να φτάσω κει που θέλω.

Ο πατέρας κοίταξε να τον κάνει ν' αλλάξει γνώμη.

- Παιδί μου, τώ μεγάλωσες πια, του είπε, πρέπει να μάθεις κάτι να κάνεις, να γίνεις σιδεράς ή ράφτης ή τσαγκάρης, να έχεις και συ σαν όλους τους ανθρώπους τη δουλειά σου. Να παντρευτείς, να κάνεις τη φαμίλια σου, να έχεις πώς να ζήσεις τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου. Δε λέω, καλή είναι η λύρα, σε συντροφεύει στον πόνο σου και στη χαρά, μα τι τα θες, ο κόσμος θα σε λέει τεμπέλη και θα γυρνάς εδώ κι εκεί σαν γύφτος, για λίγες δεκάρες. 

Μα ο Λάμπρος δεν άκουγε τίποτα, ώσπου στο τέλος ο πατέρας του, είδε κι αποείδε και τον έστειλε στην πολιτεία. 

Πέρασαν λίγοι μήνες και ξαναγύρισε πίσω στο χωριό.

- Ε λοιπόν; τον ρώτησε ο πατέρας του, έμαθες πια να παίζεις όμορφη λύρα;

- Όχι ακόμα, πατέρα.

- Και τι έκανε λοιπόν ο δάσκαλος στην πολιτεία; τον ξαναρώτησε ο πατέρας του αγανακτισμένος. 

- Μου έμαθε κι αυτός όσα ήξερε κι ήταν πολλά, δε λέω, μα ακόμα δεν ξέρω να παίζω όπως θέλει η καρδιά μου.

Ο γέρος τότε θύμωσε για καλά.

- Άκου τι θα σου πω, γυρίζει και του λέει, και βάλτα καλά μέσα σου τούτα τα λόγια. Βαρέθηκα πια αυτή την ιστορία. Η θ' αλλάξεις μυαλά ή να σηκωθείς να φύγεις από δω μέσα. Άκου, δεν ξέρει να παίζει όπως θέλει η καρδιά του!

Ευθύς την ίδια ώρα ο Λάμπρος σηκώθηκε κι έφυγε. Πέρασε μια μέρα, δυο, τρεις. Όλοι στο χωριό έλεγαν πως όπου να είναι θα γυρίσει, μα ο Λάμπρος δε γύριζε. Με τη λύρα του για μοναδική συντροφιά, πήρε τους δρόμους να βρει αυτόν που θα τον μάθαινε να παίζει τόσο όμορφα, όσο λαχταρούσε η καρδιά του. 

Ένα βράδυ σ' ένα χωριό συνάντησε ένα γέροντα. Κάθισαν, έφαγαν κι ήπιαν συντροφιά και με το κρασί φούντωσε ο καημός του Λάμπρου κι άνοιξε την καρδιά του στον ξένο. Ο γέροντας τον άκουσε με προσοχή κι όταν τέλειωσε του είπε:

- Έτσι που θες εσύ να παίζεις τη λύρα, παλικάρι μου, κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να σε μάθει. Όταν επιθυμήσει κάτι δύσκολο η καρδιά, είναι επικίνδυνο, γιατί αυτό που θέλει η καρδιά ξεπερνάει τη δύναμη του ανθρώπου. Να τώρα και συ τι έπαθες. Μήπως έχεις ακούσει κανένα άνθρωπο να παίζει τη λύρα του όπως θέλεις; Όχι. Μα τότε, πού ξέρεις πόσο πιο πολύ όμορφα μπορεί να παίξει κανείς; Στο λέει η καρδιά σου, θα μου πεις, ε; Αυτήν περιμένεις να ευχαριστήσεις με το παίξιμό σου κι αυτή να σε κρίνει αν είσαι καλός λυράρης. Το παλικάρι μουρμούρισε "ναι" ναι μα ο γέροντας ούτε τον άκουσε και συνέχισε σαν να μονολογούσε:

- Είναι επικίνδυνο να βαλθεί κανείς να ικανοποιήσει την καρδιά του, ζητάει πάρα πολλά όταν ζητάει, να τώρα και συ τι έπαθες, εδώ που έφτασες δεν μπορείς να ξεφύγεις. Τώρα πρέπει να γίνεις καλός λυράρης. Αλλιώς θα σε βασανίζει και θα σε τρώει το μεράκι, σ' όλη σου τη ζωή.

- Μ' αυτό θέλω και γω, τον έκοψε στη μέση με λαχτάρα το παλικάρι, θέλω να γίνω καλός λυράρης, ο πιο καλός που έχει γίνει ποτέ, μα πώς θα γίνω; ποιος θα με μάθει;

- Κάποιος που ξεπερνάει τη δύναμη του ανθρώπου. 

Ο Λάμπρος τινάχτηκε ευθύς απάνω. 

- Και ποιος είναι αυτός; ρώτησε με αγωνία.

- Οι Νεράιδες, ψιθύρισε ο γέροντας σαν να φοβόταν τη λέξη που ξεστόμισε. 

- Και πού θα τις βρω; τι πρέπει να κάνω;

Κάθισε τότε ο ξένος και του είπε:

- Πρέπει να βρεις ένα σταυροδρόμι, σαν το βρεις τράβηξε το μαχαίρι απ' την τσέπη σου και χάραξε στη γη ένα κύκλο, μπες μέσα στον κύκλο κι άρχισε να παίζεις τη λύρα σου. Τα μεσάνυχτα θα κατέβουν οι Νεράιδες και θα κοιτάξουν να σε πλανέψουν για να σου κάνουν κακό, μα εσύ πρόσεχε μη βγεις έξω από τον κύκλο σου. Όσο βρίσκεσαι μέσα σ' αυτόν δεν μπορούν να σου κάνουν τίποτα, αν όμως ξεγελαστείς και βγεις χάθηκες. Αν φανείς έξυπνος ώσπου να ξημερώσει και λαλήσουν οι πετεινοί, οι Νεράιδες θα σκορπίσουν κι εσύ θα έχεις μάθει να παίζεις τη λύρα σου όπως λίγοι άνθρωποι ξέρουν.

- Αυτό είναι όλο; ρώτησε το παλικάρι.

- Αυτό, αποκρίθηκε ο γέροντας, όμως να το θυμάσαι πως ότι κι αν συμβεί εσύ το θέλησες, μη τα βάλεις ποτέ με μένα. 

- Έχεις το λόγο μου, του φώναξε το παλικάρι κι άρπαξε τη λύρα του κι αμέσως ξεκίνησε να κάνει όσα τον είχε ορμηνέψει ο γέρος. 

Είχε νυχτώσει για καλά. Ο Λάμπρος πήρε το δρόμο που έβγαζε έξω απ' το χωριό. Όταν συνάντησε το πρώτο σταυροδρόμι, στάθηκε. Άφησε μια στιγμή χάμω τη λύρα του, τράβηξε το μαυρομάνικο μαχαίρι απ' την τσέπη του, χάραξε στη γη ένα κύκλο κι ύστερα μπήκε μέσα στον κύκλο κι άρχισε να παίζει τη λύρα του, όσο πιο όμορφα μπορούσε. Κόντευαν μεσάνυχτα. Ψηλά απ' την απέναντι πλαγιά του βουνού είδε ξάφνου να κατεβαίνουν προς το μέρος του οι Νεράιδες. Ντυμένες στα ολόλευκα, με ξέπλεκα τα χρυσά τους μαλλιά, που έφταναν ως τα νύχια των ποδιών τους, ανάλαφρες, ανάερες, μόλις και άγγιζαν τη γη, θαρρείς πετούσαν. Αμέσως βλέπουν τον Λάμπρο και πάνε κοντά του. Το παλικάρι τα χάνει, η ομορφιά τους είν' ανομολόγητη, η χάρη τους το ίδιο.

- Παίξε λυράρη, να χορέψουμε, του φωνάζουν και στη στιγμή πιάνονται απ' το χέρι, φτιάνουν κύκλο γύρω του και στήνουν το χορό. Όσο χορεύουν κάνουν χίλια δυο τσακίσματα, λεν όμορφα τραγούδιαα, πετούν γλυκόλογα, κοιτούν να το ξεπλανέψουν. Ο Λάμπρος τις κοιτάζει θαμπωμένος, θαρρείς και βλέπει όνειρο, θαρρείς και ζει σε άλλο κόσμο. Η ψυχή του λυγώνεται, μα θυμάται όσα του έχει πει ο γέροντας και κάνει πέτρα την καρδιά του. Καμώνεται τον αδιάφορο κι εξακολουθεί να παίζει ατάραχος τη λύρα. 

Οι Νεράιδες όλο χορεύουν και μια μικρή Νεράιδα με χρυσαφένια ζώνη σαν δαχτυλίδι στη μέση της κι άσπρα λουλούδια σκορπισμένα στα ξέπλεκα, μακριά μαλλιά, αφήνει ξάφνου τις άλλες, πάει κοντά στον κύκλο που έχει χαράξει στη γη το παλικάρι κι αρχίζει να του λέει, να του λέει....

Ο Λάμπρος ξέρει πως μέσα στον κύκλο του είναι ασφαλισμένος, μα πως αν καταφέρουν να τον τραβήξουν έξω απ' αυτόν, πάει χάθηκε, θα του κάνουν κακό οι Νεράιδες.

Κλείνει τα μάτια του να μη βλέπει τόση ομορφιά, βουλώνει τ' αυτιά του, να μην ακούει τα γλυκόλογα, μα η μικρή Νεράιδα δεν σταματάει: 

- Έλα να χορέψουμε, βγες έξω, μην είσαι κουτός, του ψιθυρίζει κι η φωνή τη είναι σαν τραγούδι.

- Δεν ξέρω να χορέψω, της αποκρίνεται το παλικάρι.

Η μικρή Νεράιδα χαμογελάει.

- Μα θα σε μάθω εγώ, μην είσαι κουτός του ξαναλέει, βγες έξω, θα σου δώσω φτερά να πετάξεις, θα σε μάθω να περπατάς στα κύματα, θα σου χαρίσω πλούτη, δύναμη, δόξα, βγες έξω θα δουν τόσα τα μάτια σου που θα θαρρείς πως ήσουνα πρώτα τυφλός.

Ο Λάμπρος συλλογιέται.

- Να λέει τάχα αλήθεια;

Η ψυχή του λιγώνεται, ο νους του σκοτίζεται, σα να έχει πιει δυνατό κρασί, μα βλέπει στα χέρια του τη λύρα και στη στιγμή ξυπνάει.

- Τι θέλω πιο πολύ, αναρωτιέται, όλα τούτα που μου τάζει τούτο το ξωτικό, ή να γίνω ο πιο καλός λυράρης;

Βαθιά απ' την καρδιά του έρχεται η απόκριση: "ο πιο καλός λυράρης". Στη στιγμή τότε συνέρχεται και πιάνει ξανά να παίξει τη λύρα του. Η μικρή Νεράιδα που ένιωσε την πάλη που έγινε μέσα του και πως τα πλανέματά της πήγαν στα χαμένα, θυμώνει. 

- Μα δεν ξέρεις και να παίζεις, του λέει.

- Έτσι έμαθα, έτσι παίζω, της αποκρίνεται το παλικάρι, τι σε νοιάζει εσένανε;

- Μπα τίποτα, μα χάνεις τον καιρό σου, αν θέλεις να σε μάθω εγώ να παίζεις λύρα, να μαγεύεις ακόμα και τις πέτρες. 

Η καρδιά του Λάμπρου φτερούγισε στα στήθια του.

- Και δε με μαθαίνεις, της λέει τάχα αδιάφορα.

- Βγες έξω απ' τον κύκλο σου, ν' ακούσεις πώς παίζω. 

- Σ' ακούω κι από δω, μόνο παίξε. 

Σαν είδε η μικρή Νεράιδα πως άδικα πάσχιζε και πως το παλικάρι δεν θα έβγαινε απ' τον κύκλο που είχε χαράξει, σκέφτηκε τότε να τον κάνει να βγάλει έξω τουλάχιστον το χέρι του.

- Δόμου τη λύρα σου, του λέει, να παίξω. 

Ο Λάμπρος που αμέσως κατάλαβε το σκοπό της, της απλώνει τη λύρα του, μα φυλάγεται να μη βγει έξω απ' τον κύκλο το χέρι του.

Την παίρνει η Νεράιδα κι αρχίζει να παίζει σιγανά ένα γλυκό σκοπό. Οι άλλες Νεράιδες παρατούνε το χορό, μαζεύονται πλάι της, με μια λύρα η καθεμιά στο χέρι κι αρχίζουν μέσ' στη νύχτα μια μελωδία, που χαϊδεύει τ' αυτιά, χαϊδεύει την ψυχή, την μαγεύει.... Η πλάση ένα γύρω μαγεύεται, τα δέντρα, το ποτάμι, τα χαμωλούλουδα, οι πέτρες.

Η καρδιά του Λάμπρου, σα νιόβγαλτο ξεπεταρούδι, πάει να βγει από το σώμα και να πετάξει. 

- Έτσι παίζουν τη λύρα, του φωνάζει.

- Έτσι θα μάθω κι εγώ, αποκρίνεται το παλικάρι στην καρδιά του.

Η μικρή Νεράιδα είχα πάει κοντά του και τον κοιτούσε.

- Πάρε τη λύρα σου πίσω, του λέει, εσύ δεν πιστεύεις, αν θέλεις να σε μάθω να παίζεις σαν κι εμένα, βγες έξω...

Μα ο Λάμπρος δεν έβγαινε, ώσπου λάλησε ο πρώτος πετεινός. Αμέσως οι Νεράιδες σηκώθηκαν να φύγουν, να γυρίσουν στα λημέρια τους και μόνο η μικρή Νεράιδα, που το είχε βάλει πείσμα να του κάνει κακό, έμεινε ξωπίσω. 

- Άντε, του λέει, και στάθηκες έξυπνος και δυνατός, δώσε μου τώρα κάτι, ότι κι αν είναι για να σου μάθω την τέχνη. Χωρίς θυσία τίποτα καλό δεν αποκτάς.

Ο Λάμπρος βρήκε σωστά τούτα τα λόγια της μικρής Νεράιδας κι αμέσως έβγαλε πρόθυμα έξω απ' τον κύκλο που είχε χαράξει στη γη με το μαυρομάνικο μαχαίρι του, το μικρό του δαχτυλάκι. Ευθύς η Νεράιδα το έκοψε, το πήρε μαζί της και γίνηκε άφαντη. Μα δεν το γέλασε το παλικάρι. Μόλις απόμεινε ο Λάμπρος μόνος του, άρπαξε τη λύρα του κι άρχισε να παίζει σαν τη Νεράιδα. Η πλάση τότε ένα γύρω μαγεύτηκε. Τα δέντρα, το ποτάμι, τα χαμωλούλουδα, οι πέτρες κι η ψυχή του Λάμπρου. 

- Έτσι παίζουνε τη λύρα, γύρισε και του είπε από μέσα του η καρδιά του. 

Την ίδια στιγμή ξεκίνησε για το χωριό του. Βρήκε το γέρο πατέρα του στο λόγγο, δεν του είπε λέξη, μήτε του άπλωσε το χέρι, μόνο στηρίχτηκε σε μια γέρικη ελιά κι άρχισε να παίζει τη λύρα του. 

Όταν τελείωσε τα μάτια του γερο-πατέρα του είχαν βουρκώσει. Προχώρησε, πήρε το παιδί του στην αγκαλιά του κι όπως το είχε αγκαλιασμένο του ψιθύρισε: 

- Συγχώραμε, δεν ήξερα, δεν είχαν ξανακούσει τ' αυτιά μου τέτοια μουσική!

Από τότε έχουν να λένε για όποιον παίζει επιδέξια τη λύρα, πως έμαθε την τέχνη στο σταυροδρόμι απ' τις Νεράιδες.  


πηγή φωτο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Φίλιππος Κατσιγιάννης, φωτογράφος άγριας ζωής

 Αύριο έχουμε τη μεγάλη χαρά και τιμή να έχουμε στην τάξη μας, μέσω Webex, τον εξαιρετικό φωτογράφο άγριας ζωής Φίλιππο Κατσιγιάννη. Ο κύριο...