Τρίτη 9 Μαρτίου 2021

Μαρία Κουβαλιά Γουμενοπούλου, "Το αηδονάκι", Πες μου κάτι μανούλα (Αθήνα: Έλαφος 1971), σσ. 66-69

πηγή

 Το αηδονάκι

Βαθιά μέσα στο δάσος ζούσανε κάποτε δύο μικρά αηδόνια. Η Ντορεμί και ο Φασόλ. Είχανε τη φωλίτσα τους πάνω σ' ένα πλατάνι και από κάτω τους κυλούσε το νερό της ρεματιάς. Ήταν πολύ ευτυχισμένα. Όλη την ημέρα τραγουδούσαν.

Μια νύχτα με φεγγάρι η Ντορεμί ξύπνησε τον Φασόλ και του είπε:

- Κοίτα γύρω μας. Είναι η πιο όμορφη νύχτα του δάσους απόψε. Το γλυκό φως του φεγγαριού τα κάνει όλα να μοιάζουν σαν παραμυθένια. Ακόμα και το νερό της ρεματιάς λάμπει σαν ασημένιο.

- Ίσως αύριο να ξημερώσει μια αλλιώτικη μέρα, είπε ο Φασόλ και συνέχισε τον ύπνο του.

Μα η Ντορεμί δεν κοιμήθηκε. Τα λόγια του Φασόλ την έβαλαν σε σκέψεις. Μια αλλιώτικη μέρα, σκέφτηκε. Πώς μπορεί ναναι μια μέρα αλλιώτικη από τις άλλες; Από τότε που γεννήθηκε όλες οι μέρες ήταν ίδιες. 

Σε λίγο ο ουρανός πήρε ένα χρώμα τριανταφυλλένιο και λαμπρός και ολόφωτος πρόβαλε ο ήλιος. 

- Αχ ήλιε μου, ευχήθηκε η καρδούλα της Ντορεμί, κάμε ναναι η σημερινή μια αλλιώτικη μέρα. 

Ο Φασόλ ξύπνησε. Τίναξε τα φτεράκια του και φρέσκος φρέσκος άρχισε το το τραγούδι. 

- Τι σκέπτεσαι και δεν τραγουδάς; ρώτησε σε λίγο την Ντορεμί.

- Λαχταρώ τόσο πολύ να είναι σήμερα μια αλλιώτικη μέρα. 

Ξαφνικά ένας παράξενος θόρυβος ακούστηκε. Η Ντορεμί τρόμαξε κι έκλεισε τα μάτια της. 

- Μη φοβάσαι, της είπε ο Φασόλ που ήταν μεγαλύτερος. Αυτό που ακούγεται είναι αυτοκίνητο. 

- Τί είναι αυτοκίνητο; 

- Ένα μεγάλο κουτί με τέσσερις ρόδες, που κουβαλάει ανθρώπους. 

- Και τί είναι οι άνθρωποι; 

Δεν πρόλαβαν να τελειώσουν τη κουβέντα τους, και ένα σωρό φωνούλες γέμισαν τον αέρα. 

Ένα τσούρμο παιδάκια άρχιασν να τρέχουν κάτω απ' τα πλατάνια χαρούμενα. Ήταν τα παιδιά ενός σχολείου που είχαν έρθει εκδρομή. Η Ντορεμί κοίταζε όλο περιέργεια. 

- Φαίνονται πολύ χαρούμενα, ψιθύρισε.

- Βέβαια, είπε ο Φασόλ που ήξερε πολλά. Τους αρέσει πολύ το δάσος.

Σε λίγο τα παιδιά άνοιξαν τα σακουλάκια τους, έβγαλαν φαγώσιμα κι άρχισαν να τρώνε. Μετά απ' το φαγητό τραγούδησαν. Ύστερα ο δάσκαλος τους είπε: 

- Τώρα, παιδιά, να σωπάσουμε και ν' ακούσουμε τα αηδονάκια να μας τραγουδήσουν.

Η καρδούλα της Ντορεμί πήγε να σπάσει. Μα πού το ήξερε αυτός ο μεγάλος άνθρωπος, ότι ήταν κρυμμένα εκεί κοντά και τους κοίταζαν;

- Ντορεμί, άκουσες τι είπε ο μεγάλος άνθρωπος; Έλα!

- Θα τους ευχαριστήσει αυτό;

- Πολύ θα τους ευχαριστήσει, είπε ο Φασόλ.

Τότε άρχισαν γλυκά-γλυκά να κελαϊδούν. Ποτέ τους δεν είχαν τραγουδήσει τόσο όμορφα. Η μικρούλα Ντορεμί ένοιωθε σαν νάχε ξένους στο σπίτι της κι έπρεπε να τους περιποιηθεί. Γι αυτό και το τραγούδι της ήταν το πιο γλυκό απ' όσα είχε πει μέχρι τώρα. 

Τα παιδάκια δεν χόρταιναν ν' ακούν. Άλλα ξαπλωμένα στο χορτάρι, άλλα ακουμπισμένα στα πλατάνια άκουγαν με πολλή ευχαρίστηση. Όταν ξανάρχισαν το παιχνίδι, τ' αηδόνια σταμάτησαν για να ξεκουραστούν. Η επιθυμία της Ντορεμί να είναι η μέρα εκείνη αλλιώτικη από τις άλλες είχε εκπληρωθεί. Γεμάτη χαρά πέταξε σ' ένα κλαδί. Τότε είδε, πως ένα παιδάκι, που μάζευε αγριολούλουδα απομακρυνόταν πολύ από τ' άλλα και μάλιστα πήγαινε κατά τον γκρεμό. Ήταν πολύ επικίνδυνα εκεί, το ήξερε καλά η Ντορεμί. Ένοιωσε πως τα παιδιά ήταν φιλοξενούμενοί της στο σπίτι της και έπρεπε να τα περιποιηθεί και να τα προστατεύσει. Τί έπρεπε να κάνει τώρα; Μόνο ένας τρόπος υπήρχε: Να χαμηλώνει, να τριγυρίζει γύρω από το παιδί και να το κάνει να ασχοληθεί μαζί της και να ξεχάσει το μάζεμα των λουλουδιών. Όμως πώς κτυπούσε η καρδούλα της! Πρώτη φορά πλησίαζε άνθρωπο. Και φοβόταν. Το παιδί πλησίασε κι άλλο στον γκρεμό. Ένα βήμα ακόμα και θα πέσει. Όχι, όχι η Ντορεμί πρέπει να το προφυλάξει. Το παίρνει απόφαση. Χαμηλώνει. Πολύ πολύ χαμηλά. Εκεί γύρω από τα χεράκια του παιδιού. Εκείνο ενθουσιάζεται. Φωνάζει:

- Παιδιά τρεχάτε, ένα αηδονάκι. Το πουλί ξεφεύγει. Κάθεται σ' ένα θάμνο από το αντίθετο μέρος του γκρεμού. Το παιδί πάει κοντά του. Το πουλί ξαναπετάει. Αχ, τι καλά! Πόσο μακριά είναι από τον κίνδυνο τώρα! Τί χαρά που έχει η Ντορεμί!

Νύχτωσε. Το φεγγαράκι βγήκε ψηλά στον ουρανό. Ο Φασόλ κοιμάται ξένοιαστος. 

Η Ντορεμί σκέφτεται: Αλήθεια, σήμερα ήταν μια αλλιώτικη μέρα. Είδε καινούργια πράγματα, τους ανθρώπους. Ένοιωσε καινούργια αισθήματα, φιλοξενείας και αγάπης. Έκανε κανούργιες πράξεις που δεν είχε ξανακάνει ποτέ. 

Έσωσε ένα μικρό παιδί από τον κίνδυνο. Αχ, πόσο ήταν ευτυχισμένη!

 

Μαρία Κουβαλιά Γουμενοπούλου, συγγραφέας, πηγή

 

Περισσότερες πληροφορίες για τη συγγραφέα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.  

 

Πηγή
https://namabooks.gr/product_author/goymenopoyloy-maria/

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Φίλιππος Κατσιγιάννης, φωτογράφος άγριας ζωής

 Αύριο έχουμε τη μεγάλη χαρά και τιμή να έχουμε στην τάξη μας, μέσω Webex, τον εξαιρετικό φωτογράφο άγριας ζωής Φίλιππο Κατσιγιάννη. Ο κύριο...